Η συνηθέστερη πρώτη εμφάνιση του τραυλισμού είναι μεταξύ 2-5 χρόνων, σε κάποιες περιπτώσεις από τους 18 μήνες, όταν, δηλαδή, έχουμε ραγδαία ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας του παιδιού. Η έναρξη του τραυλισμού συνήθως συμβαίνει ξαφνικά και διαγράφει κυκλικές περιόδους ύφεσης και έντασης.
Δηλαδή το παιδί ξεκινά μια μέρα να τραυλίζει και σιγά-σιγά ο τραυλισμός μπορεί να μειωθεί παρά πολύ ή και να σταματήσει από μόνος του, μετά από λίγο καιρό.
Αυτό το είδος τραυλισμού συμβαίνει σε παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών και ονομάζεται παροδικός τραυλισμός. Στην πλειονότητα των παιδιών, τα συμπτώματα αρχόμενου τραυλισμού αλλά και της φυσιολογικής δυσχέρειας στην ομιλία θα εξαφανιστούν από μόνα τους. Υπάρχουν, ωστόσο, κι εκείνες οι περιπτώσεις που θα χρειαστούν την παρέμβαση εξειδικευμένου λογοθεραπευτή, προτού το παιδί αντιμετωπίσει κοινωνικά και συναισθηματικά εμπόδια εξαιτίας της δυσχέρειας αυτής. Αν τα επεισόδια που περιγράφηκαν παραπάνωσυμβαίνουν συχνά, μπορεί να προκαλέσουν ένταση και σ’ αυτόν που μιλάει και σε εκείνον που ακούει. Επιπλέον, μπορεί ο τραυλισμός να γίνει μόνιμος (συνήθως μετά την ηλικία των 5 χρόνων). Δυστυχώς δεν υπάρχει θεραπεία για τον τραυλισμό από τη στιγμή που θα εξελιχθεί σε μόνιμος.
Ο ρόλος του παιδίατρου και η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης
Σημαντικό ρόλο στη διάγνωση έχει ο παιδίατρος, ο οποίος είναι αυτός που κρίνει αν θα παραπέμψει ή όχι ένα παιδί σε ειδικό λογοθεραπευτή. Η διάγνωση είθισται να γίνεται βάση παρατήρησης αλλά και πληροφοριών που δίνουν οι γονείς και τα αποτελέσματα από διαφορετικά θεραπευτικά προγράμματα μας καθιστούν εξαιρετικά αισιόδοξους για την υποχώρηση του τραυλισμού, αν η θεραπεία ξεκινήσει κατά την προσχολική ηλικία. Η διάρκεια της θεραπείας στα παιδιά είναι μικρότερη από ότι στους ενήλικες, περίπου 8 εβδομάδες με ένα χρόνο.